- ζωγραφικός
- η , ό[ν] относящийся к живописи, живописный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζωγραφικός — skilled in painting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφικός — ή, ό (AM ζωγραφικός, ή, όν) [ζωγράφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωγραφιά ή στον ζωγράφο, αυτός που χρησιμοποιείται ή ανήκει στη ζωγραφική («έργα ζωγραφικά») 2. το θηλ. ως ουσ. η ζωγραφική (ενν. τέχνη) μία από τις εικαστικές τέχνες,… … Dictionary of Greek
ζωγραφικός — ή, ό 1. ό,τι έχει σχέση με τη ζωγραφική: Ζωγραφικοί πίνακες. 2. παραστατικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωγραφικά — ζωγραφικός skilled in painting neut nom/voc/acc pl ζωγραφικά̱ , ζωγραφικός skilled in painting fem nom/voc/acc dual ζωγραφικά̱ , ζωγραφικός skilled in painting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφικῶν — ζωγραφικός skilled in painting fem gen pl ζωγραφικός skilled in painting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφικόν — ζωγραφικός skilled in painting masc acc sg ζωγραφικός skilled in painting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικόνα, φορητή — Ζωγραφικός πίνακας πάνω σε σανίδα, με παραστάσεις σκηνών και μορφών της χριστιανικής θρησκείας. Οι φ.ε. διακρίνονται βασικά σε δύο είδη: στις λατρευτικές και στις διδακτικές. Οι πρώτες απεικονίζουν ιερά πρόσωπα, οι δεύτερες περιέχουν σκηνές από… … Dictionary of Greek
ζωγραφικαῖς — ζωγραφικός skilled in painting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφικοῖς — ζωγραφικός skilled in painting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφικοῦ — ζωγραφικός skilled in painting masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφικῆς — ζωγραφικός skilled in painting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)